κατακριβώ

κατακριβώ
κατακριβῶ, -όω (AM)
μσν.
(το ουδ. παθ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ κατηκριβωμένον
η διάθεση για έρευνα και αναζήτηση
αρχ.
1. εξετάζω ή εξακριβώνω κάτι με μεγάλη προσοχή
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηκριβωμένος, -η, -ον
προσεκτικός, ευσυνείδητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀκριβῶ «εξετάζω σχολαστικά» (< ἀκριβής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”